μόχτος

μόχτος
ο (Μ μόχτος)
βλ. μόχθος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μόχθος — και μόχτος, ο (ΑΜ μόχθος, Μ και μόχτος) 1. σωματικός κόπος, επίπονη προσπάθεια, καταπόνηση: 2. ταλαιπωρία μσν. 1. θλίψη 2. βιασύνη, σπουδή 3. βιοπάλη αρχ. 1. στον πληθ. οι μόχθοι οι δυσχέρειες, τα βάσανα 2. φρ. «μόχθος τέκνων» μόχθος υπέρ τών… …   Dictionary of Greek

  • μόχτημα — το ο μόχθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μόχθημα, με τροπή τού θ σε τ (πρβλ. μόχθος, μόχτος)] …   Dictionary of Greek

  • μόχθος — μόχθος, ο και μόχτος, ο κόπος σωματικός, καταπόνηση, ταλαιπωρία, βάσανο: Βγάζει με μόχθο το ψωμί του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”